- ποιηρος
- ποιηρός3травянистый, злачный
(νάπος, βοτάνα Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(νάπος, βοτάνα Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ποιηρός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιηρός — ά, όν, Α καλυμμένος με χλόη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποίᾱ, δωρ. τ. τού πόα* + κατάλ. ηρός (πρβλ. τολμ ηρός)] … Dictionary of Greek
ποιηρά — ποιηρός neut nom/voc/acc pl ποιηρά̱ , ποιηρός fem nom/voc/acc dual ποιηρά̱ , ποιηρός fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιηρόν — ποιηρός masc acc sg ποιηρός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιηρούς — ποιηρός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek